- ασιτώ
- ἀσιτῶ (-έω) (Α) [άσιτος]1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω)2. δεν έχω όρεξη για φαγητό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσιτῶ — ἀσῑτῶ , ἀσιτέω abstain from food pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀσῑτῶ , ἀσιτέω abstain from food pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίτῳ — ἀσί̱τῳ , ἄσιτος without food masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνασιτώ — έω, Μ στερούμαι τροφής και εγώ ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀσιτῶ «δεν τρώω, δεν έχω όρεξη για φαγητό» (< ἄσιτος)] … Dictionary of Greek